εφεύρεμα

εφεύρεμα
ἐφεύρεμα, τὸ (ΑΜ) [εφευρίσκω]
1. εφεύρημα, ανακάλυψη, εφεύρεση, επινόηση
2. στον πληθ. τὰ ἐφευρέματα
επιγρ. τα τεχνάσματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐφεύρεμα — discovery neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφευρέματα — ἐφεύρεμα discovery neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφεύρημα — το (ΑΜ ἐφεύρημα και ἐφεύρεμα) [εφευρίσκω] επινόηση, εφεύρεση, ανακάλυψη («ἐφευρήματα ἀπό τῶν ἀνθρώπων τὰς προσηγορίας ἐσχήκασιν», Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”